-
1 щит
-
2 щит
-а α.1. ασπίδα•щит ахилла ή ахилса η ασπίδα του Αχιλλέα.
|| μτφ. προπύργιο, προμαχώνας.2. φράγμα• φράχτης. || προκατασκευασμένα μεσοχωρίσματα σπιτιών σαν δώματα.3. προστατευτικό έρεισμα σήραγγας.4. όστρακο (χελώνας, κοχλία κλπ.)• φολίδα. || πίνακας, ταμπλό.5. ηλεκτρικός πίνακας•электрораспределительный щит ηλεκτρικός πίνακας διανομής ρεύματος.
|| μεγάλος στόχος βολής στη θάλασσα.6. το σανιδωμα του τέρματος του μπάσκετ-μπόλ.εκφρ.поднять на щит – επαινώ, εγκωμιάζω, εκθειάζω, εξυψώνω•на -е вернуться – γυρίζω νικημένος•со -ом вернуться – γυρίζω νικητής. -
3 щит
1. (управления) о πίνακαςглавный распределительный (ГРЩ) - эл. κύριος - διανομής2. (защитное устройство) το σανί-δωμα 3. геол., ист. η ασπίς, η ασπίδα 4. аст. (созвездие) η Ασπίς (αστερισμός).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > щит
-
4 щит
щитм1. ὁ πίνακας [-αξ], τό ταμπλό (тж. тех.):распределительный \щит эл. ὁ πίνακας διανομής· \щит управления ὁ πίνακας διεύθυνσης·2. (для ограждения, перекрытий) ὁ φράκτης, ὁ φράχτης, τό περίφραγμα/ ὁ ϋδατοφράκτης (шлюза):\щит от снежных заносов φράχτης γιά τό χιόνι·3. (у черепахи и т. п.) τό δστρα-κο[ν]·4. ист. ἡ ἀσπίδα [-ίς]· ◊ поднимать на \щит ἐκθειάζω, προβάλλω. -
5 щит
[στσιτ] ουσ. α. πίνακας, ταμπλό, φράχτης, ασπίδα -
6 щит
[στσιτ] ουσ α πίνακας, ταμπλό, φράχτης, ασπίδα -
7 аспид
-
8 зерцало
-а ουδ.1. παλ. καθρέφτης.2. έμβλημα με πρίσμα και κάτω απ αυτό διατάγματα του Πέτρου I.3. ασπίδα 14-17 αι.
См. также в других словарях:
ασπίδα — Αμυντικό όπλο το οποίο αποτελείται από έλασμα ποικίλου σχήματος, κατασκευασμένο από διάφορα υλικά και συγκρατούμενο με τον αριστερό βραχίονα για προστασία του πολεμιστή από τα εχθρικά όπλα. Κατ’ αναλογία λέγεται α. ή ασπίδιο και το χαλύβδινο… … Dictionary of Greek
ασπίδα — η 1. αμυντικό όπλο στην αρχαιότητα και το μεσαίωνα με το οποίο προστατευόταν το σώμα του οπλίτη: Την ασπίδα την κρατούσαν από τη λαβή που είχε εσωτερικά. 2. ανάγλυφο κόσμημα στη μετόπη αρχαίου δωρικού ναού. 3. προστασία ή προστάτης: Ασπίδα των… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ασπίδα της Κλεοπάτρας — Φίδι, που η κοινή ονομασία του είναι κόμπρα ή κόμπρα της Αιγύπτου και ζει σε ολόκληρη την Αφρική, βόρεια και ανατολική, στην Παλαιστίνη και την Αραβία. Η α. της Κ. έχει φολίδες πάνω στο σώμα της, μαυριδερές στη ράχη και λευκές στην κοιλιά και… … Dictionary of Greek
ἀσπίδα — ἀσπίς shield fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσπίδ' — ἀσπίδα , ἀσπίς shield fem acc sg ἀσπίδι , ἀσπίς shield fem dat sg ἀσπίδε , ἀσπίς shield fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανοπλία — Το σύνολο των κομματιών καθένα με διαφορετικό σχήμα, ανάλογα με το μέρος του σώματος για το οποίο προοριζόταν που χρησιμοποιούσαν στο παρελθόν για να προστατεύουν τον άνθρωπο ή το άλογο από τα χτυπήματα των όπλων του εχθρού. Η π. ή «αρματωσιά»… … Dictionary of Greek
αιγίδα — (αιγίς). Κατά την αρχαιότητα, η λέξη υποδήλωνε οποιοδήποτε επιθετικό ή αμυντικό όπλο των θεών και κυρίως του Δία και της Αθηνάς. Ως επιθετικό όπλο σήμαινε το σύννεφο της θύελλας που εξαπέλυε τις αστραπές και περιέκλειε την έννοια της καταιγίδας,… … Dictionary of Greek
Καναδάς — I Επίσημη ονομασία: Καναδάς Έκταση: 9.970.610 τ. χλμ. Πληθυσμός: 30.007.094 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Οτάβα (827.898 κάτ. το 2001)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Ν με τις ΗΠΑ και στα Δ με την πολιτεία Αλάσκα των ΗΠΑ. Βρέχεται στα Β από… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
θέλυμνον — θέλυμνον, τὸ (Α) στον πληθ. τά θέλυμνα τα θεμέλια, οι βάσεις τών πραγμάτων, τα στοιχεία τού κόσμου («θέλυμνά τε καὶ στερεωπά», Εμπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. απαντά στον Όμηρο μόνο ως β συνθετικό, ενώ ο τ. θέλυμνα στον Εμπεδοκλή προτάθηκε ως διόρθωση αντί… … Dictionary of Greek
φερεσσακής — ές, Α (ποιητ.) 1. (για πρόσ.) αυτός που φέρει ασπίδα, φέρασπις* 2. (για πράγμ.) αυτός από τον οποίο κρέμεται η ασπίδα ή αυτός στον οποίο προσαρμόζεται η ασπίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φέρω (για τη μορφή τού α συνθετικού βλ. λ. φέρω) + σσακής (< σάκος… … Dictionary of Greek